- παράγειος
- παρά-γειος, an dem Lande
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παράγειος — ον, Α (για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειος (< γη*), πρβλ. υπό γειος] … Dictionary of Greek
παράγεια — παράγειος haunting the shallow water near the shore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγειοι — παράγειος haunting the shallow water near the shore masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek